- λιποστρατία
- λῐποστρᾰτ-ία, ἡ,A desertion from the army, refusal to serve, Hdt.5.27, Th.6.76, D.H. 11.22:—also [suff] λῐποστρᾰτ-ιον, τό, Th.1.99, Ph.2.132.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιποστρατία — η (Α λιποστρατία) βλ. λιποστράτιος … Dictionary of Greek
λιποστρατίας — λιποστρατίᾱς , λιποστρατία desertion from the army fem acc pl λιποστρατίᾱς , λιποστρατία desertion from the army fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποστρατίαν — λιποστρατίᾱν , λιποστρατία desertion from the army fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποστρατίη — λιποστρατία desertion from the army fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποστρατίης — λιποστρατία desertion from the army fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποστράτιος — α, ο (Α λιποστράτιος, ία, ον) [λιπόστρατος] το θηλ. ως ουσ. η λιποστρατία η εγκατάλειψη τού στρατού, η λιποταξία αρχ. το ουδ. ως ουσ. το λιποστράτιον η λιποστρατία, η λιποταξία 2. φρ. «λιποστρατίου δίκη» ή «λιποστρατίου γραφή» αγωγή και δίκη… … Dictionary of Greek